- στένωμα
- (Ιατρ.). Το στένεμα της ουρήθρας, του οισοφάγου ή του ουρητήρα. Όποια και αν είναι η ανατομική δομή που προσβάλλεται, το σ. αποτελεί συχνά μια παθολογική κατάσταση σημαντικής βαρύτητας και απαιτεί την έγκαιρη ιατρική αντιμετώπισή της. Τα αίτια του σ. μπορεί να είναι λειτουργικά ή οργανικά· τα πρώτα σχεδόν πάντα οφείλονται σε σπαστικές συσπάσεις σφιγκτήρων ή γενικότερα μυϊκών σχηματισμών· τα άλλα μπορεί να οφείλονται σε αλλοιώσεις του τοιχώματος του οργάνου (οίδημα του βλεννογόνου, ουλές, υπερπλαστικές ή νεοπλασματικές αλλοιώσεις κ.ά.) ή σε παραμορφώσεις του αυλού λόγω συμφύσεων, όγκων που πιέζουν την κοιλότητα απ’ έξω. Η κλινική εικόνα ποικίλλει σημαντικά, ανάλογα με το όργανο που πάσχει. Τα σ. του έντερου εκδηλώνονται με την εικόνα της ατελούς ή πλήρους απόφραξης, τα σ. του αναπνευστικού συστήματος με δύσπνοια, τα σ. των καρδιακών βαλβίδων αποτελούν το ανατομικό υπόστρωμα μερικών καρδιακών ανωμαλιών, τα σ. των οδών αποχέτευσης των ούρων μπορεί να καταλήξουν σε υδρονέφρωση.
Οι στενώσεις της ουρήθρας είναι επακόλουθο χρόνιας βλεννόρροιας και προέρχονται από τη μετατροπή των μαλακών γονοκοκκικών εξιδρωμάτων σε σκληρό συνδετικό ιστό. Εκτός όμως τη χρόνια βλεννόρροια, σ. της ουρήθρας μπορεί να προκληθεί από διάφορα τραύματά της και καυτηριάσεις.
Οι στενώσεις του οισοφάγου είναι τεσσάρων ειδών. Το κρικοειδές σ. εμφανίζεται στο κάτω χείλος του κρικοειδούς χόνδρου του λάρυγγα, το αορτικό, ισοϋψής στον 4o θωρακικό σπόνδυλο, το βρογχικό, υσοϋψής στον 5o θωρακικό σπόνδυλο και το υπερφρενικό, αμέσως πάνω από το οισοφαγικό άνοιγμα του διαφράγματος.
Οι στενώσεις του ουρητήρα είναι κυρίως δύο: τα σ. του πάνω ισθμού, που βρίσκεται εφτά εκ. κάτω από τις πύλες του νεφρού, και τα σ. του επιχείλιου ισθμού, που αντιστοιχεί με το χείλος της ελάσσονας πυέλου, που τη χωρίζει από τη μείζονα.
Σ. παρατηρείται και στον κόλπο των γυναικών και προέρχεται από τραυματισμό του στον τοκετό (στένωση κόλπου). Επισημαίνεται ακόμα σ. του τράχηλου της μήτρας των καρδιακών στόμιων καθώς και πυλωρική.
* * *το, ΝΜΑ [στενῶ]στενός τόπος ή στενή δίοδος, πέρασμα (α. «τὰ κατὰ Θεσσαλίαν στενώματα», Σχόλ.Ιλ.β. «μάνδραις ᾠκοδομημέναις ἐν στενώμασιν», Περίπλ. Ερ. Θαλ.)νεοελλ.ιατρ. εντοπισμένος μεγάλου βαθμού περιορισμός τού αυλού ενός σωληνοειδούς κοίλου οργάνου (α. «στένωμα τής ουρήθρας» β. «στένωμα τού εντέρου»).
Dictionary of Greek. 2013.